κλαπέν

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κλαπέν ουδέτερο της μετοχής κλαπείς του αορίστου του ρήματος κλέπτω (καθαρεύουσα)

Κλιτικός τύπος μετοχής[επεξεργασία]

κλαπέν