κλαπέν

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
κλαπέν ουδέτερο της μετοχής κλαπείς του αορίστου του ρήματος κλέπτω (καθαρεύουσα)

Κλιτικός τύπος μετοχής

[επεξεργασία]

κλαπέν