κοινωνική ασφάλιση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κοινωνική ασφάλιση < κοινωνική + ασφάλιση ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική social insurance)
Πολυλεκτικός όρος[επεξεργασία]
κοινωνική ασφάλιση θηλυκό
- η κρατική πρόβλεψη για ασφάλιση εργαζομένων, ανέργων κ.λπ. με χρηματοδότηση από κρατική δαπάνη, ατομικές και εργοδοτικές εισφορές
Συγγενικά[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- social insurance στην αγγλική Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κοινωνική ασφάλιση