Μετάβαση στο περιεχόμενο

κολάν

Από Βικιλεξικό

Νέα ελληνικά (el)

[επεξεργασία]

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
κολάν < (λόγιο δάνειο) γαλλική collant[1] < λατινική colla < αρχαία ελληνική κόλλα
κολάν με διάφορα σχέδια

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

κολάν ουδέτερο άκλιτο
και κολλάν (el)

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]