κολεξιόν
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κολεξιόν < λόγιο δάνειο από τη γαλλική collection [1]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ko.leˈksçon/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κο‐λε‐ξιόν
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κολεξιόν θηλυκό άκλιτο
- (μόδα) συλλογή προϊόντων, κυρίως μόδας (ένδυσης και υπόδησης) καθώς και ειδών για το σπίτι ενός σχεδιαστή, που παρουσιάζονται περιοδικά, κατά σεζόν
- ↪ την ερχόμενη βδομάδα θα αρχίσουν να έρχονται στο κατάστημά μας οι χειμερινές κολεξιόν των εταιριών που συνεργαζόμαστε, που όπως έχω δει είναι πραγματικά εκπληκτικές !
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κολεξιόν
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ κολεξιόν - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Λόγια δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Μόδα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)