κολεξιόν

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
κολεξιόν < λόγιο δάνειο από τη γαλλική collection [1]

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ko.leˈksçon/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κο‐λε‐ξιόν

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

κολεξιόν θηλυκό άκλιτο

  • (μόδα) συλλογή προϊόντων, κυρίως μόδας (ένδυσης και υπόδησης) καθώς και ειδών για το σπίτι ενός σχεδιαστή, που παρουσιάζονται περιοδικά, κατά σεζόν
    ⮡  την ερχόμενη βδομάδα θα αρχίσουν να έρχονται στο κατάστημά μας οι χειμερινές κολεξιόν των εταιριών που συνεργαζόμαστε, που όπως έχω δει είναι πραγματικά εκπληκτικές !

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]