κομψεύομαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κομψεύομαι < αρχαία ελληνική κομψεύομαι
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /komˈpse.vo.me/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κομ‐ψεύ‐ο‐μαι
Ρήμα[επεξεργασία]
κομψεύομαι (αποθετικό ρήμα)
Συγγενικά[επεξεργασία]
- κομψευόμενος
- → δείτε τη λέξη κομψός
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κομψεύομαι
|