κονέ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κονέ < (άμεσο δάνειο) αγγλική connection ή (άμεσο δάνειο) γαλλική connaissance με αποκοπή της κατάληξης

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κονέ ουδέτερο άκλιτο

  1. (αργκό) η γνωριμία
    έκανα ένα φοβερό κονέ σήμερα, με τον ανηψιό του Τάδε
  2. (αργκό) η διαμεσολάβηση
    θα μου κάνει ένα κονέ να γνωρίσω τον υπουργό
  3. (αργκό) το μέσο, τα μέσα, οι κατάλληλες γνωριμίες
    έχει τα κονέ του

Μεταφράσεις[επεξεργασία]