κοπιράιτ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]

- κοπιράιτ < (άμεσο δάνειο) αγγλική copyright
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ko.piˈɾa.it/ και /ˈko.piˈɾa.it/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κοπιράιτ ουδέτερο άκλιτο
- η πνευματική ιδιοκτησία και το δικαίωμα αναπαραγωγής και διανομής ενός έργου ή/και έργου που παράγεται από αυτό για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα
- ↪ κάθε φορά που θα λήξει το κοπιράιτ για το Μίκυ Μάους στις ΗΠΑ, το Κογκρέσο υπερψηφίζει επέκταση του χρόνου ισχύος
Σημειώσεις[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κοπιράιτ
Κατηγορίες:
- Δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)