κουτσομπολεύομαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ku.t͡so.boˈle.vo.me/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κου‐τσο‐μπο‐λεύ‐ο‐μαι

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

κουτσομπολεύομαι, π.αόρ.: κουτσομπολεύτηκα, μτχ.π.π.: κουτσομπολεμένος