κριτς

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
κριτς < (ηχομιμητική λέξη)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

κριτς άκλιτο

  1. λέξη που αποδίδει κάποιον ξερό ή ψιλό ήχο
    Ακούστηκε το κριτς από το σχίσιμο του χαρτιού

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]