κτυπέω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: κτυπάω, χτυπάω, χτυπώ, κτυπώ, κτυπῶ

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κτυπέω < κτύπος + -έω

Ρήμα[επεξεργασία]

κτυπέω

  1. ηχώ, αντηχώ
  2. προκαλώ αντήχηση ή κάποιον ήχο
  3. βροντώ

Κλίση[επεξεργασία]