λάπτω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

λάπτω < λείπει η ετυμολογία

Ρήμα[επεξεργασία]

λάπτω

  1. πίνω με απληστία, ρουφάω
    ※  5ος/4ος↑ αιώνας Ἀριστοφάνης, Απόσπασμα 492 ή 615 @books.google.gr, @scaife.perseus
    τὸ δ’ αἷμα λέλαφας τοὐμόν, ὦναξ δέσποτα,
  2. (για λύκους) πίνω νερό με τη γλώσσα
    ※  1ος/2ος↓ αιώνας Πλούταρχος, Ἠθικά Πότερα τῶν ζῴων φρονιμώτερα τὰ χερσαῖα ἢ τὰ ἔνυδρα, 15, 971a @scaife.perseus
    οἱ δὲ τοὺς δασύποδας διώκοντες, ἐὰν μὲν αὐτοὶ κτείνωσιν, ἥδονται διασπῶντες καὶ τὸ αἷμα λάπτουσι προθύμως·
  3. (στη μέση φωνή) καταπίνω

Σύνθετα[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]