λιανοκόβω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ρήμα
[επεξεργασία]λιανοκόβω (παθητική φωνή: λιανοκόβομαι)
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Κλίση
[επεξεργασία] Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | λιανοκόβω | λιανοέκοβα | θα λιανοκόβω | να λιανοκόβω | λιανοκόβοντας | |
β' ενικ. | λιανοκόβεις | λιανοέκοβες | θα λιανοκόβεις | να λιανοκόβεις | λιανόκοβε | |
γ' ενικ. | λιανοκόβει | λιανοέκοβε | θα λιανοκόβει | να λιανοκόβει | ||
α' πληθ. | λιανοκόβουμε | λιανοκόβαμε | θα λιανοκόβουμε | να λιανοκόβουμε | ||
β' πληθ. | λιανοκόβετε | λιανοκόβατε | θα λιανοκόβετε | να λιανοκόβετε | λιανοκόβετε | |
γ' πληθ. | λιανοκόβουν(ε) | λιανοέκοβαν λιανοκόβαν(ε) |
θα λιανοκόβουν(ε) | να λιανοκόβουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | λιανοέκοψα | θα λιανοκόψω | να λιανοκόψω | λιανοκόψει | ||
β' ενικ. | λιανοέκοψες | θα λιανοκόψεις | να λιανοκόψεις | λιανόκοψε | ||
γ' ενικ. | λιανοέκοψε | θα λιανοκόψει | να λιανοκόψει | |||
α' πληθ. | λιανοκόψαμε | θα λιανοκόψουμε | να λιανοκόψουμε | |||
β' πληθ. | λιανοκόψατε | θα λιανοκόψετε | να λιανοκόψετε | λιανοκόψτε | ||
γ' πληθ. | λιανοέκοψαν λιανοκόψαν(ε) |
θα λιανοκόψουν(ε) | να λιανοκόψουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω λιανοκόψει | είχα λιανοκόψει | θα έχω λιανοκόψει | να έχω λιανοκόψει | ||
β' ενικ. | έχεις λιανοκόψει | είχες λιανοκόψει | θα έχεις λιανοκόψει | να έχεις λιανοκόψει | έχε λιανοκομμένο | |
γ' ενικ. | έχει λιανοκόψει | είχε λιανοκόψει | θα έχει λιανοκόψει | να έχει λιανοκόψει | ||
α' πληθ. | έχουμε λιανοκόψει | είχαμε λιανοκόψει | θα έχουμε λιανοκόψει | να έχουμε λιανοκόψει | ||
β' πληθ. | έχετε λιανοκόψει | είχατε λιανοκόψει | θα έχετε λιανοκόψει | να έχετε λιανοκόψει | έχετε λιανοκομμένο | |
γ' πληθ. | έχουν λιανοκόψει | είχαν λιανοκόψει | θα έχουν λιανοκόψει | να έχουν λιανοκόψει | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι β΄ (μεταβατικοί) | ||||||
Παρακείμενος | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) λιανοκομμένο | |||||
Υπερσυντέλικος | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) λιανοκομμένο | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) λιανοκομμένο | |||||
Υποτακτική | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) λιανοκομμένο |
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] λιανοκόβω
|