λιπαρά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίρρημα[επεξεργασία]
λιπαρά
- με λιπαρό τρόπο, με λιπαρότητα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
λιπαρά
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
λιπαρά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του λιπαρός