λιχουδεύομαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

λιχουδεύομαι < λιχούδης + -εύομαι < μεσαιωνική ελληνική λιχούδης < αρχαία ελληνική λείχω

Ρήμα[επεξεργασία]

λιχουδεύομαι

  1. επιθυμώ πολύ κάποιο φαγητό
     συνώνυμα: λιγουρεύομαι, λιμπίζομαι, ορέγομαι
  2. (μεταφορικά) επιθυμώ ερωτικά
     συνώνυμα: λιμπίζομαι

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]