μέχρι νεοτέρας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- μέχρι νεοτέρας < μέχρι + γενική θηλυκού του νεότερος. Εννοείται η λέξη διαταγή: «μέχρι νεοτέρας διαταγής»
Έκφραση
[επεξεργασία]μέχρι νεοτέρας
Άλλες γραφές
[επεξεργασία]- μέχρι νεωτέρας (παρωχημένο)
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] μέχρι νεοτέρας