μαθηματικοποιώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μαθηματικοποιώ < μαθηματικά + -ο- + -ποιώ ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική mathematize)

Ρήμα[επεξεργασία]

μαθηματικοποιώ θηλυκό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]