μαλαγρώνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μαλαγρώνω < μαλάγρ(α) + -ώνω[1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ma.laˈɣɾo.no/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μα‐λα‐γρώ‐νω

Ρήμα[επεξεργασία]

μαλαγρώνω, αόρ.: μαλάγρωσα, μτχ.π.π.: μαλαγρωμένος (χωρίς παθητική φωνή)

  1. ρίχνω μαλάγρα
  2. (οικείο, ειρωνικό) μου έρχεται ναυτία ενώ βρίσκομαι σε πλεούμενο(Χρειάζεται τεκμηρίωση…)

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)
  2. μαλαγρεύω - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)