μαλιντζάδα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μαλιντζάδα < είτε (άμεσο δάνειο) ιταλική manciata, είτε (άμεσο δάνειο) ιταλική • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μαλιντζάδα θηλυκό

  • δέσμη, χεριά (όπως ένα «χέρι» ξύλο)
    μία μαλιντζάδα ξυλές (μια χεριά ξυλιές)

Πηγές[επεξεργασία]