μανόγαλα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία el[επεξεργασία]

μανόγαλα < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική μαννόγαλον.[1] Συγχρονικά αναλύεται σε μάν(α) + -ό- + γάλα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μανόγαλα ουδέτερο μόνον στην ονομαστική και αιτιατική ενικού (ελλειπτικό ουσιαστικό)

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]