μαρτυρούμαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: μαρτυροῦμαι

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /maɾ.tiˈɾu.me/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μαρ‐τυ‐ρού‐μαι
ομόηχο: μαρτυρούμε

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

μαρτυρούμαι, π.αόρ.: μαρτυρήθηκα, μτχ.π.π.: μαρτυρημένος