Μετάβαση στο περιεχόμενο

μεγαλοσχήμων

Από Βικιλεξικό

λείπει η κλίση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
μεγαλοσχήμων < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική μεγαλοσχήμων

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /me.ɣa.loˈsçi.mon/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μεγαλοσχήμων

Επίθετο

[επεξεργασία]

μεγαλοσχήμων, -ων, μεγαλόσχημο

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]