μεταβαπτίζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μεταβαπτίζω < μεσαιωνική ελληνική μεταβαπτίζω < αρχαία ελληνική βαπτίζω

Ρήμα[επεξεργασία]

μεταβαπτίζω

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]