μεταστρατοπεδεύω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μεταστρατοπεδεύω < ελληνιστική κοινή μεταστρατοπεδεύω < αρχαία ελληνική μεταστρατοπεδεύομαι < μετά + στρατόπεδον

Ρήμα[επεξεργασία]

μεταστρατοπεδεύω

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]