μικροσκοπῶ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μικροσκοπῶ < μικρο- + σκοπῶ (μαρτυρείται από το 1876)[1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /mi.kɾo.skoˈpo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μι‐κρο‐σκο‐πῶ

Ρήμα[επεξεργασία]

μικροσκοπῶ (καθαρεύουσα)

Κλίση[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. Πάπυρος–Λαρούς–Μπριτάννικα: Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας - μεσαιωνικής - νέας, ερμηνευτικό - ετυμολογικό. Αθήνα: Πάπυρος, 1981‑1994, έκδοση: 2013.
  2. Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .