μονόφυλλον
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]μονόφυλλον (ελληνιστική κοινή)
- αιτιατική ενικού, αρσενικού ή θηλυκού γένους του μονόφυλλος
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του μονόφυλλος