μοριοδοτώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μοριοδοτώ < μόριο + -ο- + -δοτώ

Ρήμα[επεξεργασία]

μοριοδοτώ (παθητική φωνή: μοριοδοτούμαι)

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]