μοτό

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: μότο

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

  1. μοτό < γαλλική moto < motocyclette
  2. μοτό < 1

Ουσιαστικό 1[επεξεργασία]

μοτό θηλυκό άκλιτο

Ουσιαστικό 2[επεξεργασία]

μοτό ουδέτερο άκλιτο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]