μωρή

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /moˈɾi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μω‐ρή
ομόηχο: μωροί

Επιφώνημα[επεξεργασία]

μωρή! προς γυναίκα

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

  • → δείτε τη λέξη μωρέ

Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]

μωρή