μόλο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈmo.lo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μό‐λο
Ετυμολογία 1[επεξεργασία]
Σύνδεσμος[επεξεργασία]
μόλο αντιθετικός σύνδεσμος
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μόλο
|
Ετυμολογία 2[επεξεργασία]
- μόλο: κλιτικός τύπος
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
μόλο αρσενικό
Πηγές[επεξεργασία]
- μόλο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας