Μετάβαση στο περιεχόμενο

μόλο

Από Βικιλεξικό

Νέα ελληνικά (el)

[επεξεργασία]

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈmo.lo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μόλο

Ετυμολογία 1

[επεξεργασία]
μόλο < μ' όλο που

Σύνδεσμος

[επεξεργασία]

μόλο αντιθετικός σύνδεσμος

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Ετυμολογία 2

[επεξεργασία]
μόλο: κλιτικός τύπος

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

[επεξεργασία]

μόλο αρσενικό