ντεκολτέ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ντεκολτέ < (λόγιο δάνειο) γαλλική décolleté[1]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ντεκολτέ ουδέτερο άκλιτο
- άνοιγμα σε ρούχο, συνήθως γυναικείο, που αφήνει να φαίνονται το κάτω μέρος του λαιμού και τμήμα του πάνω μέρους του στήθους
- ένα αβυσσαλέο ντεκολτέ
- (κατ’ επέκταση) το τμήμα του σώματος που φαίνεται από το άνοιγμα αυτό (1)
Εκφράσεις[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
- ↑ ντεκολτέ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας