décolleté
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- décolleté < décolleter
Προφορά[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | décolleté | décolletés |
θηλυκό | décolletée | décolletées |
décolleté (fr)
- έξωμος, που αφήνει να φαίνεται ο λαιμός και το πάνω μέρος του στήθους ή της πλάτης
- une robe décolletée
- (κατ’ επέκταση) γυναίκα που ντύνεται κατ' αυτόν τον τρόπο
- une femme décolletée
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
décolleté | décolletés |
décolleté (fr) αρσενικό