décolleté

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
décolleté < décolleter

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /de.kɔl.te/

Επίθετο

[επεξεργασία]
γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό décolleté décolletés
θηλυκό décolletée décolletées

décolleté (fr)

  1. έξωμος, που αφήνει να φαίνεται ο λαιμός και το πάνω μέρος του στήθους ή της πλάτης
    une robe décolletée
  2. (κατ’ επέκταση) γυναίκα που ντύνεται κατ' αυτόν τον τρόπο
    une femme décolletée

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
décolleté décolletés

décolleté (fr) αρσενικό

  1. το ντεκολτέ, το άνοιγμα ενός γυναικείου ενδύματος
    un décolleté plongeant
  2. το ντεκολτέ, το μέρος του γυναικείου σώματος που αποκαλύπτεται από το άνοιγμα του ενδύματος
    un beau décolleté