ξαναβρίσκω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ksa.naˈvɾi.sko/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ξα‐να‐βρί‐σκω
Ρήμα[επεξεργασία]
ξαναβρίσκω, πρτ.: ξαναέβρισκα, στ.μέλλ.: θα ξαναβρώ, αόρ.: ξαναβρήκα, παθ.φωνή: ξαναβρίσκομαι, π.αόρ.: ξαναβρέθηκα
- βρίσκω και πάλι
- ↪ Μόλις βρήκε δουλειά ο ταλαίπωρος ξαναβρήκε τον παλιό του ευαυτό
- ↪ Θα το παλέψω, έχω ξαναβρεθεί στην ίδια θέση και τα έβγαλα πέρα
Συγγενικά[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- επανευρισκόμενος (που έχει ξαναβρεθεί)
Κλίση[επεξεργασία]
- επιπλέον τύποις: ενεργητικός αόριστος:ξαναηύρα και εξαρτημενος τύπος ξαναεύρω, ξανάβρυ
- → λείπει η κλίση