ξυριστικά

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ξυριστικά ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

  1. η αμοιβή του κουρέα για το ξύρισμα
  2. τα εργαλεία που χρειάζονται για το ξύρισμα

Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]

ξυριστικά