οζοντίζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

οζοντίζω < όζον + -ίζω ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική ozoniser / ozoner < ozone < γερμανική Ozon < αρχαία ελληνική ὄζω)

Ρήμα[επεξεργασία]

οζοντίζω

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]