οργισμένα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- οργισμένα < από τον πληθυντικό του ουδετέρου της μετοχής οργισμένος
Προφορά[επεξεργασία]
Επίρρημα[επεξεργασία]
οργισμένα
- Όχι, δεν θα περάσει εις βάρος μας ο ευρωπαϊκός συντηρητισμός, είπαν με την ψήφο τους το Μάη του 2012 οργισμένα οι 'Ελληνες ψηφοφόροι
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος μετοχής[επεξεργασία]
οργισμένα
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του οργισμένο