ουρανοβάμων
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ουρανοβάμων < ελληνιστική κοινή οὐρᾰνοβᾱ́μων < αρχαία ελληνική οὐρανός + βαίνω
Επίθετο
[επεξεργασία]ουρανοβάμων
- (λόγιο) ο αιθεροβάμων
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ουρανοβάμων
|