οἰακίζεσθαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Απαρέμφατο[επεξεργασία]

οἰακίζεσθαι

  1. (με τη σημασία) (για άλογα) κατευθύνομαι, οδηγούμαι
    ※  1ος πκε/κε αιώνας Στράβων, Γεωγραφικά, 17.3, 7 @perseus.tufts.edu @wikisource
    σχεδὸν δέ τι καὶ οὗτοι καὶ οἱ ἐφεξῆς Μασαισύλιοι καὶ κοινῶς Λίβυες κατὰ τὸ πλέον ὁμοιόσκευοί εἰσι καὶ τὰ ἄλλα ἐμφερεῖς, μικροῖς ἵπποις χρώμενοι, ὀξέσι δὲ καὶ εὐπειθέσιν ὥστʼ ἀπὸ ῥαβδίου οἰακίζεσθαι·

Πηγές[επεξεργασία]