πάει να πει
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Έκφραση[επεξεργασία]
πάει να πει
- σημαίνει
- τι πάει να πει η λέξη «πομφόλυγας»;
- (σε έκφραση διαφωνίας ή δυσαρέσκειας για κάτι που ειπώθηκε)
- (επεξηγηματικά) δηλαδή
- ο τύπος που μόλις έφυγε, πάει να πει ο κολλητός σου, είνα μεγάλο μούτρο