πάψεις

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈpa.psis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πά‐ψεις

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

πάψεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος παύω
  2. θα πάψεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος παύω

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]

πάψεις θηλυκό