πανέ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πανέ < (άμεσο δάνειο) γαλλική pané < paner < pain < λατινική panis < *pāstnis < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *peh₂-
Επίθετο[επεξεργασία]
πανέ άκλιτο
- (γαστρονομία) πασπαλισμένος με τριμμένη φρυγανιά (αφού πρώτα βουτηχτεί σε χτυπημένο αβγό)
Συγγενικά[επεξεργασία]
- πανάρισμα
- παναρισμένος
- πανάρω
- → δείτε τη λέξη πανέρι
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πανέ
|