παναρισμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- παναρισμένος: μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος πανάρω
Μετοχή[επεξεργασία]
παναρισμένος, -η, -ο
- (γαστρονομία) που έχει παναριστεί
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη πανέ
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
παναρισμένος
|