παπίν

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ποντιακά (pnt)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

παπίν < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική παπίν

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

παπίν ουδέτερο

Πηγές[επεξεργασία]



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

παπίν < πάπ(ια) + υποκοριστικό επίθημα -ίν
  • Κατά τον Ανδριώτη, [1] *παππίον, υποκοριστικό του αρχαίου πάππος στην ελληνιστική σημασία του (είδος πουλιού)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

παπίν ουδέτερο

Σύνθετα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. Ανδριώτης, Νικόλαος Παντελής (1983) Ετυμολογικό λεξικό της κοινής νεοελληνικής. Θεσσαλονίκη: Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών (Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη). ISBN 960‑231‑036‑7. Έκδοση 3η, φωτοτυπική με διορθώσεις και προσθήκες του συγγραφέα. (1η έκδ:1951, 2η έκδ:1967)

Πηγές[επεξεργασία]