παραδέρνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
μεσαιωνική ελληνική παραδέρνω < παρα- + δέρνω

παραδέρνω

  1. ταλαιπωρούμαι, βασανίζομαι, υποφέρω, φθείρομαι αδιάκοπα, δυσκολεύομαι με κάτι, κλυδωνίζομαι
    παραδέρνω με την εξίσωση
    • και για πλεούμενο χτυπημένο από τα κύματα
    το καΐκι παράδερνε για ώρες πριν βουλιάξει
  2. δέρνω υπερβολικά/πάρα πολύ
    παραδέρνω το χταπόδι, αλλιώς θα είναι δυσμάσητο

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]