πεινασμένα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πεινασμένα < πεινασμένος + -α
Επίρρημα[επεξεργασία]
πεινασμένα
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος μετοχής[επεξεργασία]
πεινασμένα
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του πεινασμένος