περίδακρυς
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- περίδακρυς < ελληνιστική κοινή περίδακρυς < αρχαία ελληνική περί + δάκρυ / δάκρυον
Επίθετο[επεξεργασία]
περίδακρυς
- (αρχαιοπρεπές) που είναι γεμάτος δάκρυα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
περίδακρυς
|