περαίνω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- περαίνω < αρχαία ελληνική περαίνω < πέρας
Ρήμα[επεξεργασία]
περαίνω
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
- πεπερασμένος
- → δείτε τη λέξη πέρας
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
περαίνω
|