περικλαδεύω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- περικλαδεύω < μεσαιωνική ελληνική περικλαδεύω[1] < ελληνιστική κοινή κλαδεύω < αρχαία ελληνική κλάδος
Ρήμα[επεξεργασία]
περικλαδεύω
Συγγενικά[επεξεργασία]
- περικλαδεμένος
- περικλάδι
- περίκλαδος
- περικλαδώνω
- → δείτε τις λέξεις κλαδεύω και κλαδί
Κλίση[επεξεργασία]
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | περικλαδεύω | περικλάδευα | θα περικλαδεύω | να περικλαδεύω | περικλαδεύοντας | |
β' ενικ. | περικλαδεύεις | περικλάδευες | θα περικλαδεύεις | να περικλαδεύεις | περικλάδευε | |
γ' ενικ. | περικλαδεύει | περικλάδευε | θα περικλαδεύει | να περικλαδεύει | ||
α' πληθ. | περικλαδεύουμε | περικλαδεύαμε | θα περικλαδεύουμε | να περικλαδεύουμε | ||
β' πληθ. | περικλαδεύετε | περικλαδεύατε | θα περικλαδεύετε | να περικλαδεύετε | περικλαδεύετε | |
γ' πληθ. | περικλαδεύουν(ε) | περικλάδευαν περικλαδεύαν(ε) |
θα περικλαδεύουν(ε) | να περικλαδεύουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | περικλάδεψα | θα περικλαδέψω | να περικλαδέψω | περικλαδέψει | ||
β' ενικ. | περικλάδεψες | θα περικλαδέψεις | να περικλαδέψεις | περικλάδεψε | ||
γ' ενικ. | περικλάδεψε | θα περικλαδέψει | να περικλαδέψει | |||
α' πληθ. | περικλαδέψαμε | θα περικλαδέψουμε | να περικλαδέψουμε | |||
β' πληθ. | περικλαδέψατε | θα περικλαδέψετε | να περικλαδέψετε | περικλαδέψτε | ||
γ' πληθ. | περικλάδεψαν περικλαδέψαν(ε) |
θα περικλαδέψουν(ε) | να περικλαδέψουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω περικλαδέψει | είχα περικλαδέψει | θα έχω περικλαδέψει | να έχω περικλαδέψει | ||
β' ενικ. | έχεις περικλαδέψει | είχες περικλαδέψει | θα έχεις περικλαδέψει | να έχεις περικλαδέψει | ||
γ' ενικ. | έχει περικλαδέψει | είχε περικλαδέψει | θα έχει περικλαδέψει | να έχει περικλαδέψει | ||
α' πληθ. | έχουμε περικλαδέψει | είχαμε περικλαδέψει | θα έχουμε περικλαδέψει | να έχουμε περικλαδέψει | ||
β' πληθ. | έχετε περικλαδέψει | είχατε περικλαδέψει | θα έχετε περικλαδέψει | να έχετε περικλαδέψει | ||
γ' πληθ. | έχουν περικλαδέψει | είχαν περικλαδέψει | θα έχουν περικλαδέψει | να έχουν περικλαδέψει |
|
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
περικλαδεύω
|
- ↑ περικλαδεύω - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)
Κατηγορίες:
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ρήματα (νέα ελληνικά)
- Ρηματικές φωνές (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λόγιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)