περιοριστικά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]περιοριστικά < περιοριστικός + -ά
Επίρρημα
[επεξεργασία]περιοριστικά
- κατά τρόπο περιοριστικό, περιορίζοντας
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] περιοριστικά
Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]περιοριστικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του περιοριστικό