πλήρης κυριότητα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πλήρης κυριότητα < πλήρης + κυριότητα ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική pleine propriété)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πλήρης κυριότητα θηλυκό
- (νομικός όρος) η κυριότητα που περιλαμβάνει και την επικαρπία και την ψιλή κυριότητα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πλήρης κυριότητα