ποδάρια
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /poˈðaɾ.ʝa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πο‐δά‐ρια
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
ποδάρια ουδέτερο
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του ποδάρι